υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… … Dictionary of Greek
Κιουσόπουλος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα Ηλείας 1892 – 1977). Νομικός, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και υπηρεσιακός πρωθυπουργός (1952). Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα (1914 17) και στη συνέχεια ακολούθησε τον… … Dictionary of Greek
Список премьер-министров Греции — Премьер министр Греции Πρωθυπουργός της Ελλάδος … Википедия
Пикрамменос, Панайотис — Панайотис Пикрамменос греч. Παναγιώτης Πικραμμένος … Википедия
Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1913 –).Νομικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.Είναι δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου (βλ. λ.). Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1939. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική… … Dictionary of Greek
Δόβας, Κωνσταντίνος — (Κόνιτσα Ηπείρου 1898 – Αθήνα 1973). Στρατιωτικός και υπηρεσιακός πρωθυπουργός (1961). Αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων (1918) και μετεκπαιδεύτηκε στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου (1933) και στη σχολή πολέμου του Παρισιού (1935). Πήρε μέρος στον Α’… … Dictionary of Greek
Ζακυθηνός, Διονύσιος — (Ληξούρι 1905 – 1993). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και μεσαιωνική ιστορία, ενώ ασχολήθηκε παράλληλα με την… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κάποια μέλη της εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα έως το 1686 και στη συνέχεια ακολούθησαν τον Μοροζίνι στο Ναύπλιο. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους, ορισμένοι… … Dictionary of Greek
Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… … Dictionary of Greek
Παρασκευόπουλος, Ιωάννης — I (1889 – 1955). Αστρονόμος. Αρχικά εργάστηκε στην Αθήνα και κατόπιν πήγε στην Αμερική, όπου διορίστηκε στο Aστεροσκοπείο του Χάρβαρντ. Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής των σταθμών του Νοτίου Hμισφαίριου της Αρεκίπας (Περού) και του Μπόιντεν της… … Dictionary of Greek