υπηρεσιακός

υπηρεσιακός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με την υπηρεσία: Υπηρεσιακός έλεγχος.
2. αυτός που εκτελεί τα καθήκοντά του με σχολαστικότητα, αμερόληπτος: Τουέχουν εμπιστοσύνη, είναι υπηρεσιακός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Κιουσόπουλος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα Ηλείας 1892 – 1977). Νομικός, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και υπηρεσιακός πρωθυπουργός (1952). Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα (1914 17) και στη συνέχεια ακολούθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Список премьер-министров Греции — Премьер министр Греции Πρωθυπουργός της Ελλάδος …   Википедия

  • Пикрамменос, Панайотис — Панайотис Пикрамменос греч. Παναγιώτης Πικραμμένος …   Википедия

  • Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1913 –).Νομικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.Είναι δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου (βλ. λ.). Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1939. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική… …   Dictionary of Greek

  • Δόβας, Κωνσταντίνος — (Κόνιτσα Ηπείρου 1898 – Αθήνα 1973). Στρατιωτικός και υπηρεσιακός πρωθυπουργός (1961). Αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων (1918) και μετεκπαιδεύτηκε στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου (1933) και στη σχολή πολέμου του Παρισιού (1935). Πήρε μέρος στον Α’… …   Dictionary of Greek

  • Ζακυθηνός, Διονύσιος — (Ληξούρι 1905 – 1993). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και μεσαιωνική ιστορία, ενώ ασχολήθηκε παράλληλα με την… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτόκης — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κάποια μέλη της εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα έως το 1686 και στη συνέχεια ακολούθησαν τον Μοροζίνι στο Ναύπλιο. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους, ορισμένοι… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευόπουλος, Ιωάννης — I (1889 – 1955). Αστρονόμος. Αρχικά εργάστηκε στην Αθήνα και κατόπιν πήγε στην Αμερική, όπου διορίστηκε στο Aστεροσκοπείο του Χάρβαρντ. Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής των σταθμών του Νοτίου Hμισφαίριου της Αρεκίπας (Περού) και του Μπόιντεν της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”